κυπαρισσίου

κυπαρισσίου
κυπαρίσσιον
neut gen sg
κυπαρίσσιος
masc gen sg
κυπαρισσίας
Euphorbia aleppica
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) …   Deutsch Wikipedia

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κήκιδο — το [κηκίδι] ο καρπός τού κυπαρισσιού …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κηκίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 424 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 3 χλμ. ΝΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής. * * * το (ΑΜ κηκίδιον) η κηκίδα νεοελλ. ο καρπός τής κηκιδιάς …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσέλαιο — το αιθέριο έλαιο από ξύλο κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cypress oil < αγγλ. cypress (< μσν. αγγλ. cypress < αρχ. γαλλ. cypres < λατ. cyparissus < κυπάρισσος) + oil (< μσν. αγγλ. olie < αρχ. γαλλ. olie <… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσένιος — α, ο [κυπαρίσσι] 1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού 2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί») …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσόκομος — κυπαρισσόκομος, ον (Α) (για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό κομος, φυλλό κομος] …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσόμηλο — το (Μ κυπαριττόμηλον) ο καρπός τού κυπαρισσιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”